πίνακας ελέγχου

πίνακας ελέγχου
Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας ελέγχου κατασκευάζεται από χαλυβδόφυλλο, από ξύλο ή από πλαστική ύλη και συνήθως έχει στο επάνω μέρος του ένα γείσο, ώστε να εμποδίζει τις ανακλάσεις εξωτερικού φωτός, οι οποίες θα μπορούσαν να κάνουν δύσκολη την ανάγνωση των οργάνων. Για την ασφάλεια οδηγού και συνοδηγού, έχουν υιοθετηθεί ιδιαίτερες λύσεις και τεχνικές βελτιώσεις στα υλικά κατασκευής του πίνακα, αλλά και στη διάταξη και στο σχήμα των οργάνων του, τα οποία είναι περισσότερο συγκεντρωμένα και πλησιέστερα όσο μεγαλύτερη είναι η σημασία τους, έτσι ώστε να είναι προσιτότερα όσα χρησιμοποιούνται συχνότερα· με τη διάταξη αυτή δεν αποσπάται η προσοχή του οδηγού. Ο πίνακας ελέγχου κατασκευάζεται με τις λιγότερες κατά το δυνατόν προεξοχές, για να ελαττωθούν οι πιθανότητες πρόσκρουσης. Μερικά όργανα, ενδεικτικές λυχνίες και μοχλοί χειρισμού είναι κοινοί στα επίγεια και στα εναέρια οχήματα, όπως: στροφόμετρο του κινητήρα, κλειδιά επαφής και έναυσης, στάθμη καυσίμων, πίεση και θερμοκρασία λαδιού, ταχύμετρου κλπ. Επειδή η οδήγηση των αεροσκαφών απαιτεί περίπλοκους χειρισμούς και ελέγχους, αυτά έχουν πίνακες με πολυάριθμες ειδικές συσκευές όπως πυξίδα, δείκτες στροφής και κλίσης, υψόμετρο χειριστήριο ασύρματου, αεροδυναμικών φρένων, χειριστήρια του φορτίου και των πτερυγίων. Πίνακας ελέγχου για αυτοκίνητο της δεκαετίας 1920-30. Πίνακας ελέγχου για αεροσκάφος με αυτόματο πιλότο. Πίνακας ελέγχου σε σύγχρονο αυτοκίνητο (φωτ. JAGUAR).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πίνακας — ο 1. ο μαυροπίνακας του σχολείου. 2. έργο ζωγραφικής. 3. κατάλογος ονομάτων: Πίνακας των προβιβαζόμενων μαθητών. 4. πινακίδα ανακοινώσεων. 5. πλάκα όπου υπάρχουν κουμπιά, χειριστήρια, όργανα: Πίνακας των οργάνων ελέγχου πτήσεως των αεροπλάνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… …   Dictionary of Greek

  • βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”